- κακώσεων
- κακώσεω̆ν , κάκωσιςill-treatmentfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
βασανιστήριο — και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) [βασανίζω] αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες νεοελλ. εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ιατροδικαστής — ο ειδικός γιατρός που ορίζεται από την πολιτεία για την επιστημονική εξακρίβωση και τον προσδιορισμό τής φύσης, τού τρόπου και τής προέλευσης τραυμάτων, κακώσεων, αιτιών θανάτου όταν θεωρηθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τη δικαιοσύνη.… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
καρδιοχειρουργική — Βλ. λ. καρδιά (Χειρουργική). * * * η ιατρ. κλάδος τής χειρουργικής εξειδικευμένος στη διόρθωση συγγενών και επίκτητων ανωμαλιών τής καρδιάς και τών μεγάλων αγγείων που βρίσκονται κοντά της, στην αντιμετώπιση τών κακώσεων τής καρδιάς, τού… … Dictionary of Greek
κοκτέιλ — το 1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ. 2. φρ. «κοκτέιλ πάρτι» ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας … Dictionary of Greek
μωλωπίζω — (ΑΜ μωλωπίζω) [μώλωψ] 1. χτυπώ κάποιον και τού προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία τού σώματός του 2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια αρχ. 1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
μωλωπισμός — ο (Μ μωλωπισμός) [μωλωπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλωπίζω, η δημιουργία μωλώπων, ελαφρών κακώσεων … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek